- ανόρεκτος
- κ. ανόρεχτος, -η, -ο (Α ἀνόρεκτος, -ον)1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετοςνεοελλ.(Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξίααρχ.(με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνόρεκτος — without appetite for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορέκτως — ἀνόρεκτος without appetite for adverbial ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρεκτον — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem acc sg ἀνόρεκτος without appetite for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορεκτότεροι — ἀνόρεκτος without appetite for masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορέκτοις — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορέκτους — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορέκτων — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορέκτῳ — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρεκτοι — ἀνόρεκτος without appetite for masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορεκτοτέρας — ἀνορεκτοτέρᾱς , ἀνόρεκτος without appetite for fem acc comp pl ἀνορεκτοτέρᾱς , ἀνόρεκτος without appetite for fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)